μάνταλο — και μάνδαλο, το ο μάνταλος, η αμπάρα, ο σύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάνταλος, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
Metropolitan bishop of Corinth Dionysius — His Eminence Metropolitan bishop of Corinth Mr Dionysius, at the celebration of Saint Patapios, at the saints’ monastery (8 December 2010) … Wikipedia
Камбисис, Яннис — Яннис Камбисис греч. Γιάννης Καμπύσης … Википедия
αμάνταλος — και αμάνδαλος η, ο [μάνταλος] αυτός που δεν έχει μάνταλο, έμβολο ή μοχλό (πόρτα ή παράθυρο) … Dictionary of Greek
μάνδαλος — ο (AM μάνδαλος) βλ. μάνταλος … Dictionary of Greek
παράπαγος — ὁ, ποιητ. τ. πάρπαγος, Α μάνταλος θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πάγος (< πήγνυμι «στερεώνω»)] … Dictionary of Greek
μάνταλο — μάνταλο, το και μάνταλος, ο ξύλινη ή σιδερένια ράβδος που κλείνει από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο, ο σύρτης, η αμπάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύρτης — ο μεταλλικός μοχλός για το κλείσιμο και άνοιγμα της πόρτας, ο μάνταλος: Τράβηξε το σύρτη της εξώπορτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
men-2 — men 2 English meaning: to step, tread over, press Deutsche Übersetzung: “treten, zertreten, zusammendrũcken” Material: O.Ind. carma mnüs nom. pl. “Gerber”; Eol. μάτεισαι “tretende” (*μάτημι), ματεῖ πατεῖ Hes., Denom. from a mn̥… … Proto-Indo-European etymological dictionary